- μετατροπέας
- Όρος που υποδηλώνει, είτε μια συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας, είτε μια μηχανή προορισμένη να μεταβάλλει τη συχνότητα ενός εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος.
Στον πρώτο τύπο ανήκουν οι μ. που χρησιμοποιούνται στη χημική βιομηχανία και στη μεταλλουργία, οι οποίοι αποτελούνται βασικά από ένα δοχείο ποικίλης χωρητικότητας, συνδεδεμένο με διάφορες διατάξεις, εντός του οποίου διεξάγεται η μετατροπή. Στη χημική βιομηχανία γίνεται, παραδείγματος χάριν, χρήση των μ. για την παρασκευή του νιτρικού οξέος και συγκεκριμένα κατά τη φάση του μετασχηματισμού της αμμωνίας σε οξείδιο του αζώτου. Στη μεταλλουργία χρησιμοποιούνται ευρύτατα στον καθαρισμό του χυτοσιδήρου (μέθοδος Μπέσεμερ), του χαλκού, του νικελίου κλπ.
Στον δεύτερο τύπο ανήκουν οι διατάξεις που χρησιμοποιούνται στην τεχνική του τηλεφώνου για να μετατραπεί η χαμηλή συχνότητα, που καλείται τηλεφωνική, σε συχνότητα ομιλίας, καθώς και τα ειδικά ζεύγη ηλεκτροκινητήρας - εναλλάκτης και οι στατικές μηχανές (μετατροπείς ατμών υδραργύρου) που εφαρμόζονται, όπου υπάρχουν δίκτυα διανομής ηλεκτρικής ενέργειας με διαφορετικές συχνότητες, προκειμένου να καταστεί δυνατή η αλληλοσύνδεσή τους.
* * *ο1. αυτός που μετατρέπει, που μεταβάλλει κάτι2. φρ. «μετατροπέας ροπής»(μηχανολ.) μηχανισμός μέσω τού οποίου επιτυγχάνεται η, μέσα σε καθορισμένα όρια, αυτόματη και συνεχής μεταβολή τής σχέσης υποπολλαπλασιασμού τής δύναμης ή τής ροπής ενός κινητήρα η οποία μεταδίδεται σε κινούμενο όργανο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετατρέπω. Η λ., στον λόγιο τ. μετατροπεύς, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.